1/5/17

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΜΟΥ ΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΝ


Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΜΟΥ ΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΝ

Παύλου Φωτίου

Τέως ραβίνου τής ισραηλινής κοινότητος Άρτης

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ίσως σάς είναι γνωστόν άπό τάς έφημερίδας τό πρό δεκαετίας χάριτι Κυρίου, λαβόν χώραν είς εμέ καί τήν οίκογένειά μου μέγα γεγονός, ίσως όμως καί όχι. Πρόκειται περί τής έπιστροφής μας είς Χριστόν καί τής βαπτίσεώς μας κατά την έορτήν τής Πεντικοστής τό έτος 1952 είς τήν Ίεράν Μητρόπολιν τής Άρτης, τόσον έμού, όσον καί όλοκλήρου τής οίκογένειάς μου.

Διέμέ καί τήνοίκογένειάν μου τούτο άποτελεί μέγαν σταθμόν είς τήν ζωήν μας, διαύτό πάντα εύχαριστούμεν τόν Θεόν, διά Ίησού Χριστού τού υίού Αύτού καί Θεού ήμών, διά τήν Χάριν καί τήν τιμήν όπου έκαμε είς ήμάς, ώστε νά μάς καλέση μέ τόν τρόπον Του είς σωτηρίαν.

Ή εύγνωμοσύνη μας πρός Αύτόν ώς καί ή ύποχρέωσίς μας πρός τούς συνανθρώπους μας είναι μεγάλη, κατεξοχήν δέ είς τούς άδελφούς μσς Ίσραηλίτας, οίτινες παρερμηνεύοντες τάς Άγίας Γραφάς άπορρίπτουν μετά πείσματος καί μίσουςτόν ήδη έλθόντα Μεσσίαν Χριστόν, Όν οί πατέρες ήμών παρέδωσαν είς κρίμα θανάτου καί ό Πατήρ Αύτού άνέστησεν τήν τρίτην ήμέραν έκ νεκρών κατά τάς Γραφάς.

Μάλιστα, ίδιαιτέρως καί κατέξαίρεσιν διαύτούς γράφω τό βιβλιαράκι τούτο, ίνα διευκολύνω αύτούς διά τών Άγίων Γραφών μήπως θελίσουν καί πιστέψουν καί δεχθούν ώς Σωτήρα των τόν Ίησούν, Όστις πλέον μέλλει νά έλθη ούχί ίνα σώση άλλίνα κρίνη ζώντας καί νεκρούς.

Παύλος Φωτίου


ΜΕΡΟΣ Α’

ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΜΟΥ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

Άπό τό έτος 1930 περίπου διάβαζα τήν Άγίαν Γραφήν, τόσον είς τήν ’Εβραικήν γλώσσαν, όσον καί είς τήν ’Ελληνικήν.

Άφού όμως πέρασε καιρός καί έν τώ μεταξύ ’ανέλαβον καί ώς έπίτροπος τής Συναγωγής μας είχα τήν εύκαιρία νά διαβάζω περοσσότερον αύτήν καί νά κατανοώ καί περισσοτερα.

Έκεί πάντως πού έδυσκολευόμην ήτο τό πρόσωπον τού Κυρίου ήμών Ίησού Χριστού. Είς τό σημείον αύτό συναντούσα δυσκολίαν νά διακρίνω είς τούς προφήτας, τούς ψαλμούς καί τήν πεντάτευχον τόν Μεσσίαν Ίησούν.

Πάντως πέρασαν άρκετά χρόνια, όπου τέλος ήλθε ή τελευταία μας καταστροφή παρά τών Γερμανών καί άφού έπείγα όμηρος είς τήν Γερμανίαν καί έπέστρεψα, ώς φαίνεται, είδεν ό Θεός τήν προσπάθειάν μου είς τήν έρευναν τών Άγίων Γραφών καί έξαπέστειλεν καί είς έμέ τό Πνεύμα Του τό Άγιον τού συνιέναι τάς Γραφάς. Καί κατά τό έτος 1952 μίαν τών ήμερών αύτού άπεφάσισα νά γίνω ώς νήπιον είς τάς φρένας μή παραδεχόμενος πλέον τάς ψευδείς παραδόσεις τών παρέρων ύμών, καί έδέχθην τόν Ίησούν ώς τόν Μεσσίαν καί Λυτρωτήν τής άνθρωπότητος όλοκλήρου καί έμού, ώς τόν διέκρινα πλέον είς τήν Άγίαν Γραφήν, προερχόμενον έκ τής οίκογενείας τού Δαϋήδ καί τής ρίζης Ίεσσαί. ( Α΄ Βας. 16, 2 ).

Έννόησα δέ αύτό μόλις άπέρριψα τάς βλασφήμους παραδόσεις τών πατέρων μας, διά τών όποίων βλασφήμουν τήν Θεομήτορα ώς μίαν κοινήν γυναίκα (μή γένοιτο Κύριε!) ώς καί τόν Σωτήρα μας Χριστόν ώς νόθον, καί διαστρέφοντα, δήθεν, τόν Μωσαικόν νόμον καί τόν τότε λαόν τού Ίσραηλ. Όταν λέγω άπέρριψα τόν Ραββινικόν αύτόν Νόμον, όν συνέταξαν οί γραμματείς καί φαρισαίοι, ώς άλλοι Άνναι καί Καιάφαι, καί όλας τάς συκοφαντίας κατ’ Αύτού ώς ψευδείς καί άντιθέτους τών Άγίων Γραφών, τότε είδα φώς καί διέκρινα τόν Ίησούν είς τήν Παλαιάν Διαθήκην.

Πάντως θά παραθέσω κατά σειράν είς τήν συνέχειαν τάς περικοπάς τής Άγίας Γραφής πού μέ διεφώτισαν είς άνεύρεσιν τού Μεσσίου Ίησού.


ΤΡΙΑΣ Ο ΘΕΟΣ

1)         Τό πρώτον άδάφιον τής Γενέσεως τού πρώτου καφαλαίου όπου λέγει: ((Έν άρχή έποίησεν ό Θεός τόν ούρανον καί τήν γήν)). Αύτό είς τήν Έβραικήν τό διαβάζουμε ήμείς ((Μπερεσύθ μπαρά έλωήμ)) δηλαδή είς τήν άρχήν έπλασεν ο Θεός. Ή λέξις όμως ((έλωήμ)) είναι είς τόν πληθυντικόν άριθμόν καί έξηγείται ((Θεοί)). Δέν γράφει ((έλοά)) ούτε ((έλ)) πού είναι είς τόν ένικόν άριθμόν ώς άκούομεν τόν Ίησουν είς τήν προσευχήν Του είς τόν Σταυρόν λέγοντα: ((Ήλί ήλί, λαμά σαβαχθανί))  (Ματθ. ΚΖ΄ 4.6) τούτ’ έστι: ((Θεέ μου, Θεέ μου, ίνατι με έγκατέλιπες?)). Άκούομεν καί βλέπομεν ό Χριστός, τό δεύτερον πρόσωπον τής Άγίας Τριάδος, νά φωνάζη είς τόν Πατέρα Του.

2)         Τό 26ον έδάφιον τού ίδίου καφαλαίου τής Γενέσεως όπου έβραιστί λέγει: ((Ναασέ άδάμ μπετσαλμένου δηλαδή, ((Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ είκόνα ήμετέραν καί καθ’ όμοίωσιν)). Είς αύτήν τήν περίπτωσιν διέκρινα τήν ύπαρξιν δευτέρου προσώπου, τού Υίού, πρός τόν όποίον όμιλεί ό Πατήρ τού Σωτήρως Χριστού, τήν όποίαν πολύ σωστά έχει διατυπώσει είς τό Σύμβολον τήε πίστεως τό (Πιστεύω) ή Α΄ Οίκουμένικη Σύνοδος είς τό δεύτερον αύτής άρθρον διά τών έξής: ((... Καί είς ένα Κύριον Ίησούν Χριστόν, τόν υίόν τού Θεού τόν μονογενή, τόν έκ τού Πατρός ηεννηθέντα πρό πάντων τών αίώνων)).

            Είς τό έδάφιον αύτό λοιπόν διέκρινα ότι οί χριστιανοί       έχουν δίκαιον καί ήμεις πλάνην. Διότιείς ποίον             ώμίλησεν ό Θεός προτού νά πλάση τόν Άδάμ, έάν ό          Χριστός ό Λόγος τού Θεού δέν ύπήρχεν ώς ύποστηρίζουν.

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕΣΣΙΑΣ

3)         Τό 40ον κεφάλαιον τής Γενέσεως στίχος 8-10 όπου άναφέρεται ή Γενεολογία τού Κυρίου ήμών Ίησού Χριστού, άπό τήν φυλήν τού Ίούδα τού υίού Ίακώβ. Είς τούς τρείς αύτούς στίχους παρουσιάζεται ή Άγία Τριάς καί είς τόν 10ον στίχον, άναφέρεται σαφώς περί τού Ίησού έχων ούτω, ((Ούκ έκλείψει άρχων έξ Ίούδα, καί ήγούμενος έκ τών μηρών αύτού, έως άν έλθη τά άποκείμενα αύτώ, καί αύτός προσδοκία τών έθνών)). Αύτό κατά τούς 70 μεταφραστάς. Είς τό έβραικόν διαβάζω ούτω: ((Δέν θέλει έκλείθει τό σκήπτρον έκ τού Ίούδα, ούδέ νομοθέτης έκ μέσου τών ποδών αύτού, έωσού έλθη ό ΣΗΛΟ, καί είς αύτόν θέλει είσθε ή ύπακοή τών λαών)). Ποίος λοιπόν είναι ό Σηλώ? Άσφαλώς ό άπεσταλμένος Χριστός πού είς Αύτόν πρέπει νά ύπακούσουν όλοι οί λαοί, ώς άλλωστε τό βεβαιώνει αύτό ό Μωυσής είς τό Δευτερονόμιον, γράφων ούτω: ((Προφήτην έκ μέσου σου θέλει άναστήσει είς σέ Κύριος ό Κύριος ό Θεός σου έκ τών άδελφών σου, ώς έμέ, αύτού θέλετε άκούει)) (κεφ. Ιη΄ 15) καί πιό κάτω, έπαναλαμβάνει καί προσθέτει: ((Προφήτην έν μέσωτών άδελφών αύτών θέλω άναστήσει είς αύτούς, ώς σέ, καί θέλω βάλει τούς λόγους μου είς τό στόμα αύτού, καί θέλει λαλεί πρός αύτούς πάντα όσα έγώ προστάζω είς αύτόν)) (έδαφ. 18). Πώς λοιπόν νά μή πιστέψω είς αύτόν τόν (Προφήτην) πού έδωσε ό Θεός τόν Ίησούν, όστις έπραγματοποίησε τήν προφητείαν ταύτην καθ’ ό ούδέν έπραξεν ή έλάήσεν Αύτός, είμί ό Πατήρ δι’ Αύτού, ώς διαβάζομεν είς τόν Ίωάννην (ιδ΄ 8-11):  ((Λέγει αύτώ Φίλιπος, Κύριε, δείξον ήμίν τόν πατέρα καί άρκεί ήμίν. Λέγει αύτώ ό Ίησούς τοσούτον χρόνον μεθ’ ύμών είμι, καί ούκ έγνωκάς με, Φίλιπε? Ό έωρακώς έμέ έώρακε τόν πατέρα καί πώς σύ λέγεις, δείξον ήμιν τόν πατέρα? Ού πιστεύσεις ότι έγώ έν τώ πατρί καί ό πατήρ έν έμοί έστι? Τά ρήματα ά έγώ λαλώ ήμιν, άπ’ έμαυτού ού λαλώ, ό δέ πατήρ ό έν έμοί μένων αύτός οιεί τά έργα. Πιστεύετέ μοι ΄΄οτι έγώ έν τώ πατρί καί ό πατήρ έν έμοί)). Καί άλλού εδιάβασα ότι είπε: ((Έγώ έξ έμαυτού ούκ έλάλησα, άλλ’ ό πέμψας με πατήρ αύτός μοι έντολήν έδωκε τί είπω καί τί λαλήσω... ά ούν λαλώ έγώ, καπώς είρηκέ μοι ό πατήρ, ούτω λαλώ)). (Ίωαννης ιβ΄ 49-50).

Καί διαβάζω άκόμη είς τό Δευτερονόμιον: ((Καί ό άνθρωπος όστις δέν ύπακούση είς τούς λόγους μου, τούς όποίους αύτός θέλει λαλήσει έν τώ όνόματί μου, έγώ θέλω έκζητήσει τούτο παρ’ αύτού)) (έδάφιον 19) καί διακρίνω είς τά λόγια αύτά τόν Θεόν Πατέρα όπου θά όμιλήση διά τού Ίησού καί πιστεύω άπολύτως είς αύτό, διότι βλέπω ότι τά λόγια αύτά τού Μωυσέως τά έπραγματοποίησεν όλα ό Ίησούς, όπως διαβάζω είς τήν Κ. Διαθήκην (τό Εύαγγέλιον).

Αύτά άλλωστε πού γράφει ό Μωυσής είς τό Δευτερονόμιον τά έζήτησαν οί Ίσραηλίται είς τό όρος Σινά καθ’ ήν ήμέραν έδόθη είς αύτούς ό Νόμος, είπόντες μετά τήν λιποθυμίαν των νά στείλη ό Θεός προφήτην νά τούς διδάσκη καθ’ έκάστην, πράγμα πού έγινεν διά τού Ίησού Χριστού. Όστις έδίδασκεν καθημερινώς είς τάς συναγωγάς (βλέπε Ματθ. δ΄ 23. Μαρκος α΄ 39 Λουκάς δ΄ 44 Ίωαννης ιη΄ 20) καί άπό νεανικής άκόμη ήλικίας είς τόν Ναόν τού Σολομώντος (βλ. Ίωαν. Β΄ 41-52) έπραγματοποίησεν τήν Γραφήν αύτήν. Άλλ’ αύτοί ού κατενόησαν τάς Γραφάς καί έζήτησαν τόν διά Σταυρού θάνατον Του. Όπερ καί έγινεν έπί Ποντίου Πιλάτου καί Άννα καί Καιάφα άρχιερέων.

4)   Τό έβδομον κεφάλαιον τού Ήσαίου, στίχος 14, καί πού όμιλεί ό Προφήτης διά τήν ένσάρκωσιν τού θείου Λόγου, λέγων: ((Θέλει ή Περθένος έν γαστρί έξει καί τέξεται υίόν καί καλέσουσιν τό όνομα αύτού Έμμανουήλ)). Όταν λοιπόν διάβασα αύτό, είδα τό θαύμα τής ενσάρκου οίκονομίας. Πιστοποίησα τήν πραγματοποίησιν τών λόγων τού Παύλου λέγοντος: ((Μέγα έστί τό τής εύσεβείας μυστήριον, Θεός έφανερώθη έν σαρκί)) (Α΄ Τιμ. γ’ 16) ώς καί τών τού Άγγέλου λεχθέντων είς τόν Μνήστορα Ίωσήφ, όταν διενοήθη λάθρα άπολύσαι τήν μαριάμ: ((Τό γάρ έν αύτή γεννηθέν έκ Πνεύματος έστιν Άγίου)) καί πάλιν τό : ((Τούτο δέ όλον γέγονεν ίνα πληρωθή τό ρηθέν ύπό τού Κυρίου διά τού προφήτου λέγοντος: ((ίδού ή παρθένος έν γαστρί έξει καί τέξεται υίον καί καλέσουσι τό όνομα αύτού Έμμανουήλ)) τού Ήσαίου, ((ό έστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ήμών ό Θεός (Ματθαίος α’ 22-23). Όταν λοιπόν έδιάβασα, τόσον τόν Ήσαία, όσον καί τόν Εύαγγελιστήν Ματθαίον, είδα ότι ό Χριστός είναι ό Μεσσίας, ό προφηταυθείς καί έπ’ έσχάτων τών ήμερών σαρκωθείς καί γεννηθείς Λόγος τού Θεού καί έπίστευσα είς Αύτόν. Άκόμη μέ έβοήθησε είς τό νά πιστέψω, ότι πράγματι ό Χριστός είναι ό Μεσσίας, ή συμπεριφορά τού Θεοδόχου Συμεών, όστις είς ήλικίαν περίπου 240 έτών, διότι ώς έρμηνευτής τής Βίβλου (είς έκ τών 72 έρμηνευτών) έπί Πτολεμαίου καί άπιστήσαςάναφορικώς μέ τήν πραγματοποίησιν αύτού τού έδαφίου τού Ήσαίου (Γ΄ 14) είχε ύπόσχεσιν άπό τόν Θεόν, ότι δέν θά άποθάνη έάν δέν ίδη πραγματοποιηούμενον τούτο: ((Καί ίδού είς άνθρωπος έν Ίερουσαλήμ (γράφει ό Εύαγγελιστής Λουκάς) ώ όνομα Συμεών, καί ό άνθρωπος ούτος δίκαιος καί εύλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν τού Ίσραήλ, καί Πνεύμα ήν Άγιον έπ’ αύτού καί ήν αύτώ  κεχρησμένον ύπό τού Πνεύματος τού Άγίου μή ίδείν θάνατον πρίν ίδη τόν Χριστόν Κυρίου)). Καί πράγματι, ήλθεν έν τώ Πνεύματι είς τό ίερόν: (όταν έγεννήθη ό Χριστός καί τόν έφερον οί γονείς Του κατά τόν Νόμον (Λευιτικόν ΙΒ’ 2-8 Έξοδος ΙΓ΄ 2-12) διά τόν καθαρισμόν καί έδέχθη είς τάς άγκάλας του τόν Χριστόν καί είπεν: ((Νύν άπολύεις τόν δούλον σου, δέσποτα, κατά τό ρήμα σου έν είρήνη ότι είδον οί όφθαμοί μου τό σωτήριόν σου, ό ήτοίμασας κατά πρόσωπον πάντων τών λαών, φώς είς άποκάλυψιν έθνών καί δόξαν λαού τού Ίσραηλ)). Λουκάς Β΄ 22-32).

Αύτό δι’ έμέ ήτο μέγα βοήθημα καί σάς τό τονίζω διότι, έάν ό Χριστός ήτο νόθος υίός, ώς ύποστηρίζει τό Ταλμόδ (Ραββινικός νόμος), πώς ό Συμεών τόν έδέχθη μιά καί ό Νόμος λέγει ότι δέν έπιτρέπεται νόθος υίός νά είσέλθη είς τόν Ναόν μέχρι δεκάτης γενεάς. Προσοχή λοιπόν, διότι είναι πλάνη αύτό καί βλασφημία.

5)    Ό 2ος ψαλμός, όστις άναφέρει τήν άποστασίαν τών

άνθρώπων έναντίον τού Θεού καί Σωτήρος ήμών Ίησού Χριστού. ((Διατί (λάγει) έφρύαξαν τά έθνη καί οί λαοί έμελέτησαν μάταια. Παρεστάθησαν οί βασιλείς τής γής, καί οί άρχοντες συνήχθησαν όμού, κατά τού Κυρίου, καί κατά τού ΧΡΙΣΤΟΥ αύτού, λέγοντες: Άς διασπάσωμεν τούς δεσμούς αύτών, καί άς άπορρίψωμεν άφ’ ήμών τάς άλύσεις αύτών)). (ψαλ. Β΄ 1-3). Τά όποία έπραγματοποιήθησαν έναντίον τού Ίησού έκ μέρους τών πατέρων μας, τών Γραμματέων καί Φαρισσαίων καί τού Πιλάτου τού τότε κυβερνίτου καί κατακτητού τών Ίεροσολύμων, οίτινες συμβούλιον έποίησαν καί έσταύρωσαν Αύτόν, ώς άκούομεν κατά τήν Μ. Έβδομάδα είς τήν ύμνολογίαν τής Όρθοδόξου Έκκλησίας. Καί πράγματι τόν έσταύρωσαν, ίνα άπαλλαγώσιν έξ Αύτού. Άλλά ή ύπόθεσις τού Χριστού δέν ήτο μέχρι τού Σταυρού, όπου έβλεπον αύτοί, άλλά καί πέραν αύτού. Δι’ αύτό καί ό ψαλμωδός συνεχίζων λέγει: ((Υίός μου είσαι σύ ΄ έγώ σήμερον σέ έγέννησα ζήτησον παρ’ έμού, καί θέλω σοί δώσει τά έθνη κληρονομία σου καί ίδιοκτησίαν σου τά πέρατα τής γής)) (ψαλ. Β’ 7-8). Δηλαδή μετά τήν άνάστασιν Του τό όνομά Του θά γίνη πιστευτόν είς όλον τόν κόσμον, κατά τό ((έδόθη μοι πάσα έξουσία έν ούρανώ καί έπί γής)) Ματθ. ΚΗ΄ 18). Ώστε μέ βάσιν αύτά δέν ήτο δυνατόν νά μή πιστεύσω ότι ό Χριστός ήτο ό Μεσσίας.

6)    Ή σταυρική θυσία τού Ίησού, ή όποία σταυρική θυσία τού Ίησού ύπάρχει είς τόν προφήτην Ήσαίαν είς τό ΝΓ΄ κεφάλαιον. Διότι τίς θά δυνηθή νά αμφισβητήση ότι ό Χριστός, ό φερόμενος ώς άκακον άρνίον ένώπιον τού Πιλάτου, τών Γραμματέων καί Φάρισαίων άμίλητος, καί ένώπιον τών άρχόντων διά τάς άμαρτίας ήμών, καί πού έσταυρώθη μεταξύ τών κακούργων δέν είναι ό άμνός τού Θεού.

7)    Μία προσευχήτού Χριστού πού έκαμε έπί τού Σταυρού καί πού έχει γραφή 1000 χρόνια πρό Χριστού διά τού Δαϋίδ είς τόν 22ον ψαλμόν ώς έξής: ((Θεέ μου, Θεέ μου, διά τί μέ έγκατέλιπες)) (ψαλ. ΚΒ΄ 1) καί (Ματθ. ΚΗ΄ 46) καί έν συνεχεία μιά άλλη λεπτομέρεια πού γράφεται είς τόν ίδιον ψαλμόν ((έτρύπησαν τάς χείρας μου καί τούς πόδας μου)) (στίχος 6) καί πού διαβάζομεν ότι έλαβε χώραν είς τόν Ίησούν (βλ. Ματθ. ΚΖ΄ 35). Καί άκόμη τό ((Διεμερίσθησαν τά ίμάτιά μου είς έαυτούς καί έπί τόν ίματισμόν μου έβαλον κλήρον)) (στιχ. 18) βλέπε  καί (Λουκάς ΚΓ΄ 34) όπου αύτά έγιναν όλα είς τό πρόσωπον τού Χριστού. Πώς νά μή πιστέψω ότι είναι ό Μεσσίας? Καί ένα άκόμη πού έχει σχέσιν μέ τήν άμοιβήν τού Θεού πρός τόν Υίόν πού τό λέγει καί τό κάμνει. Δηλαδήείς άντίκρυσμα όλων αύτών πού θά σού κάμουν έγώ θά σέ άναστήσω. ((Διότι δέν θέλεις έγκαταλείψει τήν ψυχήν μου έν τώ άδη, ούδέ θέλεις άφήσει τόν Όσιόν σου νά ίδη διαφθοράν)) (ψαλ. 16, 10) καί έν συνεχεία πιστεύω είς τήν άνάστασιν τού Ίησού, διότι καί πάλιν διαβάζω είς τόν ψαλμόν τό: ((Είπεν ό Κύριος τώ Κυρίω μου, κάθου έκ δεξιών μου έως άν θέσω τούς έχθρούς σου ύποπόδιον τών ποδών σου)) (ψαλ. Ρθ΄ 1). Πώς λοιπόν νά πιστέψω τά ψεύδη τών Παββίνων, ότι δήθεν έκλάπη ό Ίησούς καί ούχί άνέστη, άφού ό Δαυϊδ προφητεύει, τόσον τήν άνάστασιν, όσον καί τήν άνάληψιν Αύτού. Άκόμη, πώς νά πιστέψω είς τήν άνάληψιν τού Ίησού άλλά είς τήν κλοπήν Αύτού, άφού καί μετά τήν άνάστασιν Αύτού εύρέθησαν τά όθόνια καί τό σουδάριον τά όποία ήσαν κολλημένα είς τό σώμα Του, μέ είδικόν μείγμα κολλητικόν ώς έσυνήθιζον οί τότε νά ένταφιάζουν. Πώς νά μή παραδεχθώ λοιπόν τήν άνάστασιν, άφού ώς Παντοδύναμος Θεός άφησε τόν Τάφον κενόν καί τάς άποδείξεις τής άναστάσεως Του. Τόν επίστευσα λοιπόν ώς γεννηθέντα, σταυρωθέντα, άναστάντα, άναληφθέντα είς ούρανούς καί ότι θά έλθη πάλιν κρίναι ζώντας καί νεκρούς καί άλλοίμονον είς έκείνους πού δέν τόν έδέχθησαν. Έν άκόμη σοβαρόν ζήτημα πού έβοήθησεν είς τήν έπιστροφήν μου είς Χριστόν, είναι τό χρήμα. Τό χρήμα τό όποίον διέθεσαν καί διαθέτουν άκόμη οί έχθροί τού Χριστού, διά νά μή διαδοθή ή έλευσίς Του, ή σταύρωσίς Του, ή άνάστασίς Του, άρχής γενομένης άπό τά τριάκοντα άργύρια πού έδωσαν είς τόν Ίολυδα, ώς είχε προφητεύσει ό Προφήτης Ζαχαρίας καί τά όποία θά διετίθεντο διά τήν άγοράν τού άγρού τού κεραμέως, διότι ήτο άξίας άθώου αίματος τό όποίον χρησιμοποιείται μέχρι σήμερον ώς νεκροταφείον τών ξένων. (Ζαχ. Ια΄ 12-13). Άλλ’ έπίσης χρήματα έδόθησανείς τούς στρατιώτας, ίνα καλύψουν τήν άνάστασιν καί διαδόσουν οί στρατιώται ότι έκλάπη ύπό τών Μαθητών καί ούχί άνέστη. Τό χρήμα λοιπόν είναι αύτό πού έξαγοράζει συννειδήσεις. Αύτό πού κλείει μάτια σοφών καί διαστρεβλώνει γνώμας συνετών, ώς διαβάζομεν είς τήν πεντάτευχον. Πόσοι καί πόσοι σήμερον δέν δωροδοκούνται ίνα κρύψουν τήν ύπαρξιν τού Σωτήρος, καί έν τούτοις ό Μεσσίας Χριστός ήλθε. Μάς τό έπληροφόρησαν αί μυροφόρες. Μάς τό έβεβαίωσαν ή ποτέ Σαμαρείτις, ήτις συνεζήτησε μαζί Του, καί τό έπικύρωσεν ό έκ γενετής τυφλός, ό παράλυτος καί τόσοι άλλαι.


ΜΕΡΟΣ  Β΄


ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ ΠΡΟΣ ΦΩΤΙΣΜΟΝ ΜΟΥ


Ήτο ή περίοδος τού Τριωδίου, συγκεκριμένως ή Δευτέρα έβδομάς τού Άσώτου, έποχή κατά τήν όποίαν μάς προειδοποιεί ό Θεός νά μετανοήσωμεν καί νά νηστεύσωμεν, ίνα έορτάσωμεν τά φρικτά Του πάθη καί τήν σταύρωσιν Του. Κατ’ αύτήν λοιπόν τήν έποχήν είδον είς τόν ύπνον μου τά έξής: Είδον ότι έκαμνα τόν έσπερινόν τού Σαββάτου καί ένώ μελετούσα τήν Πεντάτευχον έκ τής περγαμηνής, είς τήν περικοπήν τής έξόδου έκ τής Αίγύπτου, βλέπω έκεί μέσα τρείς λέξεις έλληνικές μέ χρυσή μελάνη πού έλεγον: ((Πίστις έλευθέρια πατρίς)). Γυρίζοντας δέ τήν έπομένην σελίδα βλέπω πώς εύρισκόμην είς οίκημα μεγάλο καί είς τήν πύλην αύτού ίσταντο δύο στρατιώται. Έκείνην άκριβώς τήν στιγμήν παρουσιάσθη ό Κύριος ήμών Ίησούς Χριστός μαζί μέ τόν Βασιλέα τών Έλλήνων Παύλον. Κτυπά τήν πύλην ό Κύριος καί άμέσως καταβαίνω κάτω καί τού άνοίγω. Μπαίνοντας μέσα ό Χριστός έβγαλε άπό τήν τσέπη του μία φωτογραφία μέ 360 πρόσωπα καί μού τήν έδωσε στά χέρια. Άφού όμως έγώ δέν ήμπορούσα νά έννοήσω τήν έρμηνείαν τής φωτογραφίας αύτής, λαμβάνει τόν λόγον ό ίδιος καί μού λέγει: ((Τόσοι φύγατε (όμηροι) καί τόσοι γυρίσατε άπό τήν Άρτα, 360-30. Είναι καιρός νά μετανοήσητε διά τήν άμαρτίαν τών πατέρων σας, πού ήτο ή σταύρωσίς μου)) καί έν συνεχεία μού έδειξε τάς τρύπας τών χειρών Του. Καί άφού μέ έφώτισεν διά τήν έρμηνείαν τού 26ου κεφαλαίου τού Λευϊτικού, άμέσως έγινεν άφαντος. Τότε έμείναμε μόνοι μέ τόν Βάσιλέα Παύλον πού καί αύτός μού είπε τά ίδια. Αύτό μου τό όνειρον έγινε αίτία ώστε ή πίστις μου νά θερμανθή διά τόν Χριστόν ώς Μεσσίαν τής άνθρωποτητος. Τό περιστατικόν δέ αύτό τό άνεκοίνωσα είς τούς τότε ίδικούς μου, πού άλλοι έπίστευσαν έν μέρει, άλλοι δέ καθόλου. Πάντως έγώ προχωρούσα σταθερά πλέον πρός τό βάπτισμα μεθ’ όλης τής οίκογενείας μου.

Δευτέρα έμφάνισις τού Κυρίου ήμών

Μετά παρέλευσιν δύο περίπου μηνών καί άφού έσυνέχισα τήν μελέτην διαφόρων βιβλίων τής Όρθοδόξου Έκκλησίας καί παρακολουθούσα τάς θείας αύτής Λειτουργίας, έφθάσαμε είς τήν Μεγάλην Πέμπτην. Τό βράδυ τής Μ.Πέμπτης έπεσα γιά ύπνο πολύ στενοχωρημένος (έξ αίτίας αύτών πού είχα άκούσει είς τήν Έκκλησίαν κατά τήν Μ.Έβδομάδα) καί είδα διά δευτέραν φοράν τόν Κύριον ήμών Ίησούν Χριστόν ώς ‘εξής: Ήτο ώς προείπον Μ.Πέμπτη βράδυ καί είδα ότι ήμουν μαζί μέ τήν οίκογένειαν πού έξοντώθη είς τήν Γερμανίαν καί συντρώγαμε είς τόν διάδρομον τού σπιτιού μου. Σέ μιά όμως στιγμήν έκτύπησε ή πόρτα τού σπιτιού καί είσήλθε ό διανομεύς τού ταχυδρομείου τής Άρτης καί μού έδωσε ένα γράμμα στά χέρια. Άνοιξα τό γράμμα καί είδα μέσα τήν φωτογραφίαν πού μού έδωσεν τήν πρώτην φοράν ό Κύριος, ώς καί μία παραίτησιν ώς ραββίνου τής Κοινότητος πού ήμουν. Καί πάλιν έμεινα έκστατικός μέ τήν φωτογραφίαν τών 360 άτόμων. Έκείνην δέ τήν στιγμήν ήκούσθη μία άγνωστος φωνή μέσα άπό τό σπίτι ήτις μού είπαι: ((Τόσοι φύγατε καί τόσοι γυρίσατε. Είναι καιρός νά μή άκούσης κανέναν. Πάρε τήν οίκογένειάν σου καί έλα μαζί μου, ή άμαρτία τών πατέρων σας σάς παιδεύει. Μετανόησε καί έλα μαζί μου γιά νά σωθής)). Άπό έκείνην τήν στιγμήν ή πίστις μου έθερμάνθη έτι περισσότερον καί άνεκοίνωσα αύτό είς τήν οίκογένειάν μου προτρέποντας αύτήν ίνα μεταβώμεν τό συντομώτερον είς τόν Μητροπολίτην κ.κ. Σεραφείμ πρός κατήχησιν καί βάπτισιν. Έξημερώνοντας όμως έπληροφορήθην άπό κάποιο μου φίλο ότι οί τότε άδελφοί μου Ίσραηλίται είχον σχέσδιον καταστρώσει ίνα, έάν έπήγαινα είς τήν Συναγωγή των τό Σάββατον νά μέ έκαμνον άποσυνάγωγον, ώς άλλοι Γραμματείς καί Φαρισαίοι έπί ήμερών Κυρίου. Πληροφορηθείς λοιπόν τούτο άπέφυγον καί έτσι τήν τρίτην ήμέραν τού Πάσχα μετέβημεν είς τήν Μητρόπολιν πρός κατήχησιν δίδοντες ύπόσχεσιν είς τόν Σεβασμιώτατον, ότι θά τόν είδοποιήσομεν 10 ήμέρας πρό τής βαπτίσεώς μας.


Τρίτη έμφάνισις τού Κυρίου ήμών

Έπέρασαν 40 ήμέραι άπό τό πάσχα καί ήτο ή νύκτα τής Άναλήψεως τού Κυρίου είς τούς ούρανούς κατά τήν όποίαν έορτάζεται ή Πεντικοστή τών Ίσραηλιτών πού ήμείς ώς Ίσραηλίται τότε είχαμε συνήθεια νά διανυκτερεύωμεν είς διάφορα σπίτια άπό 20 καί πλέον άτομα είς τόν καθένα καί νά μελετώμεν τήν παράδοσιν τού Μωσαϊκού Νόμου είς τό όρος Σινά. Έκείνην λοιπόν έγώ τήν νύκτα μαζί μέ τήν οίκογένειάν μου μελετούσαμε ένα βιβλίο πού είχε ένα διάλογο τού Άγίου Γρηγορίου Άρχιεπισκόπου μέ έναν Ραββίνον όνομα Έρβάν, τούς όποίους είχεν καλέσει κάποιος βασιλεύς τής Αίθιοπίας διά νά συζητήσουν περί Χριστού. Καί άφού ό Άρχιραββίνος έζήτησεν 40 ήμέρας προθεσμίαν ίνα μελετήση τήν Άγ. Γραφήν καί μετά νά συζητήσουν περί Χριστού καί παρουσιασθείς μετά 70 διδασκάλων συνεζήτησαν έπί 3 ήμερόνυκτα πού στό τέλος οί Ίσραηλίται είπον, ότι θά έπίστευον μέ τήν προϋπόθεσιν νά έφανερώνετο ό Κύριος καί είς αύτούς, όπερ καί έγένετο.

Άλλά λόγω τής όλιγοπιστίας τών Ίουδαίων μόλις έφανερώθη ό Κύριος είς αύτούς διά τών θυρών κεκλεισμένων (πού κατήλθεν είς νεφέλην έντος τού δωματίου) προσηυχήθη ό Άρχιεπίσκοπος καί έτυφλώθησαν. Είς τήν συνέχειαν ώς ήσαν τυφλοί ήξίωσεν ό Άρχιεπίσκοπος νά βαπτισθούν καί πράγματι έβαπτίσθησαν καί μετά τό βάπτισμα ήνοιξαν τά πραγματικά μάτια τής ψυχής των καί έπίστευσαν άπολύτως είς τόν Σωτήρα τής άνθρωπότητος Χριστόν τόσον αύτοί, όσον καί ό Βασλεύς αύτών καί οί αύλικοί του πού ήσαν είδωλολάτραι ώς καί 1500 περίπου άτομα τής πόλεως έκείνης. Είς τήν έμφάνισιν τού Κυρίου ήμουν μόνος μου ξύπνιος καί καθ’ ήν ώραν έμελετούσα αύτά, άκούω κατά τάς 12 (μεσάνυκτα) τρία κτυπήματα είς τήν όροφήν τού σπιτιού μου έντρομος έκλεισα τό βιβλίο καί έπήγα γιά ύπνο. Μόλις όμως έπεσα στό κρεβάτι, άκουσα νά κτυπά ή θύρα τού δωματίου καί νά είσέρχεται μέσα ό Κύριος ήμών Ίησούς Χριστός, βαστάζοντας είς τό χέρι Του ένα κομμάτι βαμβάκι άλειμμένο μέ λάδι καί μ’ αύτό μέ ήλειψε είς τό πρόσωπον σταυροειδώς καί μού είπε: ((Παύλε, Παύλε, άπό αύριον θά είσαι ίδικός μου. Όποιος παρουσιασθή μή κλονισθής, έγώ θά είμαι μέσα σου)) Παραχρήμα δέ έξύπνησα καί άνέφερα είς τήν γυναίκα μου τό συμβάν καί τούς είπα νά προσέξουν καί νά μή κλονισθούν ή δελεασθούν άπό τυχόν προσφερόμενα χρήματα πού ίσως θά προσεφέροντο, όσα κι άν ήσαν αύτά, πράγμα πού δυστυχώς έγινε τήν έπομένην.

Πράγματι τήν έπομένην ήμέραν, πρώτην ήμέραν τής πεντηκοστής τών Ίουδαίων, μού παρουσιάσθη όλόκληρον τό Συμβούλιον τής Κοινότητος είς τό σπίτι μου κατά τάς ένδεκα τό πρωϊ, διά νά μέ μεταπείσουν προσφέροντάς μου ύπέρογκα ποσά. Αύτό τούτο έπραξαν καί οί καταφθάσαντες έκ Κερκύρας μετέπειτα συγγενείς μου.

Άλλ’ έγώ προειδοποιημένος ύπό τού Κυρίου μου έμεινα άκλόνητος, μαζί μέ τήν οίκογένειάν μου, είς τήν μέλλουσαν όρθήν πίστιν, πού θά συνεπλήρωνα βαπτιζόμενος είς τό όνομα τής τρισυποστάτου Θεότητος, τού Πατρός καί τού Υίού καί τού Άγίου Πνεύματος.

Καί πράγματι τήν έπομένην είδοποίησα τόν Σεβασμιώτατον μητροπολίτην Άρτης κ.κ. Σεραφείμ, ίνα βαπτίση ήμάς τήν 8ην Ίουνίου 1952 ήμέραν τής Πεντηκοστής κατά τήν Όρθόδοξον Έκκλησίαν. Καί ούω έγινε. Μετά δέκα ήμέρας τήν Άνάληψιν τού Κυρίου ήμέραν Κυριακήν ‘εορτήν τής Πεντηκοστής καί ώραν 12ην μεσημβρινήν έγένετο ή βάπτισίς μας, έμού καί τών τριών μελών τής οίκογενείας μου ένώπιον τού Κλήρου καί τών Άρχών τής πόλεως καί πλήθους κόσμου, ύπολογιζομένου άνω τών 3 χιλιάδων.


Άρχαί ώδίνων...


Άπό τήν ίδίαν όμως ήμέραν τής βαπτίσεώς μας ήρχισαν οί διωγμοί καί αί συκοφαντίαι. Άλλ’ ό Κύριος, όχι μόνον δέν μάς παρέδωσεν είς τούς διωγμούς καί συκοφαντίας τών έχθρών μας, άλλάμάς παρηκολούθησεν μέ θαύματα. Έδωσεν είς ήμάς τέκνον άρρεν έπειτα άπό 9 όλόκληρα έτη πού είχον περάσει άπό τήν ταλευταίαν μας θυγατέρα.

Πράγματι, μετά παρέλευσιν τριών έτών άπό τής βαπτίσεώς μας καί άφού πολλοί πρώην Ίσραηλίται καί νύν άδελφοί μας έν Χριστώ, προφανώς άνευ πίστεως διλεδιδον, ότι έπειδή δήθεν άπηρνήθημεν τήν θρησκείαν τών Πατέρων μας, άσπασθέντες τόν Χριστιανισμόν ή γυνή μου δέν πρόκειται νά τεκνοποιήση, καί ότι μίαν ήμέραν πάλιν θά έπιστρέψωμεν είς τήν έβραϊκήν θρησκείαν, μή γνωρίζοντες προφανώς, ότι ή έβραϊκή θρησκεία ήτο πρόδρομος τήε Χριστιανικής καί ότι ό προβαδιζόμενος δέν ύποβιβάζεται, τούς άπέδειξε ό Θεός τούτο διά θαύματος τόν Αύγουστον τού 1955. Έπήγαμεν οίκογενειακός είς τήν Κέρκυραν διά νά παρακολουθήσωμεν τήν Λιτανείαν τού Άγίου Σπυρίδωνος (11ην Αύγούστου), νά προσκυνήσωμεν καί νά παρακαλέσωμεν αύτόν, όπως διά τών πρεσβειών του μεσιτεύση είς τόν κύριον καί μού δώση τέκνον, καί μάλιστα άρρεν διά νά τό άφιερώσω είς τήν Έκκλησίαν Του φέροντας τό όνομα τού Άγίου Σπυρίδωνος, ίνα ούτω καταισχυνθούν οί άντίπαλοί μας. Καί, ώ τού θαύματος μετά παρέλευσιν τεσσάρων μηνών, ήτοι τόν Δεκέμβριον τού 1955, έμεινεν έγγυος ή σύζυγός μου καί είχαμεν τήν έλπίδα, ότι θά έγένετο υίός ώς τό έζητήσαμε.  

Τό έπόμενον έτος, (τόν Αύγουστον) έπήγα καί πάλιν είς τήν χάριν του μαζί μέ τά δυό μου κορίτσια καί μέ μιά πατριώτισσά μας, Φωτεινή Τριχιά, ίνα διανυκτεραύσωμεν είς τήν Έκκλησίαν τού Άγίου. Τήν γυναίκα μου δέν τήν είχα μαζί μου, διότι ήτο 8 μηνών έγγυος. Πηγαίνωντας όμως είς τήν Έκκλησίαν είδα όλο γυναίκες καί έντράπην νά διανυκτερεύσω μέ τίς γυναίκες καί άνεκάλεσα τήν ύποσχεσίν μου καί έπήγα σέ μιά γνωστή μας γιά ύπνο.

Τό πρωϊ πηγαίνοντας είς τήν Έκκλησίαν, μού παρουσιάση ό Άγιος Σπυρίδων στό δρόμο καί άφού μέ έπλησίασε, έβγαλε από τήν τσέπη τού σακακιού μου ένα περιοδικό τής Ζωής, όπου έγραφε ένα άρθρον (διά νά συμορφωθή τό γυναικείον φύλον άπό τά ένδύματα πού φορούν), μού τήν φυσά στό πρόσωπον καί μού λέγει: ((Γιατί άνεκάλεσες τήν ύπόσχεσίν σου? Καί ότι έκείνο πού μού ζήτησες πέρυσι τόν Αύγουστο θά σού τό δώσω είς ένα μήνα (μού έλεγε γιά τό παιδί πού θά έγεννούσε είς ένα μήνα ή γυναίκα μου). Έγώ δέ, τόν άνεγνώρισα άμέσως καί τού λέγω: <<ήμαρτον καί συγχώρεσέ με διότι έντράπην τάς γυναίκας μέ τά ένδύματα πού φορούσαν>>. Καί μού άπαντά ό Άγιος καί μού λέγει ότι: ((Ή κατάλληλος στιγμή διά νά διαλαλήσω τό άρθρον πού έλεγες μέ τίς πλάτες έξω, έμπρός είς τά άγια Λείψανά μου καί προσκυνούν καί περιμένουν θαύμα, πράγμα πού είναι άδύνατον νά τό λάβουν μέ τοιαύτην περιβολήν)). Λέγοντάς μου αύτά, ταύτοχρόνως μέ άφήκεν καί άφωνον μέχρι τής ΄ςρας πού ό Μητροπολίτης είς τήν Έκκλησίαν, κατά τήν θείαν Λειτουργίαν έκφωνούσε ((Τά Σά έκ τών Σών)). Προχώρησα πάντως πρός τήν Έκκλησίαν άφωνος, καί κλαίοντας καί φθάνοντας είς τήν πύλην τού Ίερού Ναού τού Άγ. Σπυρίδωνος, έζήτησα άπό τόν σκοπόν χαρτί καί μολύβι καί τού έγραψα όλα όσα μού συνέβησαν.

Είς τήν συνέχεια, πράγματι ήλθεν ό Μητροπολίτης Κερκύρας κ.κ. Μαθόδιος καί έγινε ή θεία Λειτουργία καί όταν έφθασεν στά ((Σά έκ τών Σών)) έφυγα άπό τόν άριστερόν ψάλτην, όπου εύρισκόμην, καί ήλθα καί έπεσα έμπρος στό Άγιον Λείψανον τού Άγίου πού εύρίσκετο έξω τού Ναού, είς τήν πύλην τού Άρχαγγέλου Γαβριήλ, έξωθεν τού Τάφου του Καί πράγματι μόλις έτελείωσε ό Μητροπολίτης τήν έκφώνηση ((Τά Σά έκ τών Σών)) καί έφθασεν είς τό ((έξαιρέτως τής Παναγίας)) έσηκώθηκα άμέσως όρθιος καί είχε άποκατασταθή ή φωνή μου καί τότε έζήτησα άδεια άπό τόν Μητροπολίτην διά νά μιλήσω σχετικώς μέ τά όσα μού συνέβησαν καί σχετικώς μέ τήν άμφίεσιν τού γυναικείου φύλου. Είς τήν συνέχεια καί δή τήν 7ην Σεπτεμβρίου 1956, έτεκεν ή σύζυγός μου άρρεν (είς πείσμα καί άποστόμωσιν τών πατριωτών μου, οίτινες ώς προείπον, έπίστευον καί πιστεύοθν, ότι όταν τιςάρνηθή τήν θρησκείαν του, είς τιμωρίαν δέν τεκνοποιεί) καί κατά τήν έορτήν τού άγίου Σπυρίδωνος (12ην Δεκεμβρίου 1959) έβαπτίσαμεν αύτό καί τού έδώσαμε τό όνομα τού άγίου Σπυρίδωνος τό όποίον πλέον έχομεν άφιερώσει είς τόν Θεόν καί τόν προορίζομεν διά ίερέα, μέ τήν βοήθειαν τού Κυρίου. Ούω πώς έγινε ή βάπτισίς μας καί ή πίστις μας είς τόν Μεσσίαν Χριστόν καί εύχόμεθα, όπως φωτίση όλους ό Κύριος, ώς έφώτισεν τούς δώδεκα Μαθητάς Του καί Άποστόλους κατά τήν ήμέραν τής Πεντηκοστής διά τής καθόδου τού Άγίου Πνεύματος καί οί μέν ωά έπιστρέψουν είς Χριστόν καί βαπτισθούν είς άφεσιν άμαρτιών καί ζωήν τήν αίώνιον, οί δέ νά προχωρήσουν κηρύτοντες τάς άληθείας τού Εύαγγελίου καί έπιστρέψουν καί άλλοι, καί ούτω όλοι μαζί ήνωμένοι ώς ένα ποίμνιον ύπό ένα Ποιμένα, άκούσωμεν έν τή φρικτή Δευτέρα έλευση Του τό ((Δεύτε οί εύλογημένοι τού Πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ήτοιμασμένην ύμίν βασιλείαν άπό καταβολής κόσμου)) (Ματθ. ΚΕ΄ 34), τήν όποίαν εύχομαι, μαζί μέ τήν οίκογένειάν μου, είς άλλήλους καί είς πάντας. Άμήν.

 Πηγή: ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΙΔΡΥΜΑ «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.