ΑΠΑΘΕΙΑ



Περί απαθείας

 (Διά τον επίγειον ουρανόν, την θεομίμητον απάθειαν
και τελειότητα και ανάστασιν τής ψυχής,
προ τής κοινής αναστάσεως)

 Να λοιπόν πού και εμείς πού ευρισκόμαστε στον βαθύτατο λάκκο τής αγνωσίας και στις σκοτεινές περιοχές τών παθών και στην σκιά τού θανάτου τούτου τού σώματος, επιχειρούμε με θρασύτητα να φιλοσοφήσωμε για τον επίγειο ουρανό, (δηλαδή την απάθεια). Το στερέωμα τού ουρανού έχει βεβαίως ως ωραιότητα τούς αστέρες, αλλά η απάθεια έχει ως στολισμό τις αρετές. Εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι η απάθεια δεν είναι τίποτε άλλο παρά «εγκάρδιος ουρανός τού νοός», ο οποίος λογαριάζει για παιγνίδια τις πανούργίες τών δαιμόνων.

2. Είναι και διακρίνεται πραγματικά ως απαθής, εκείνος πού αφθαρτοποίησε την σάρκα του, πού ανύψωσε τον νού του επάνω από την ορατή κτίσι και υπέταξε σ’αυτόν όλες τις αισθήσεις, πού παρέστησε την ψυχή του εμπρός στο πρόσωπο τού Κυρίου και πού προχωρεί συνεχώς και πλησιάζει τον Κύριον υπηρετώντας Τον με ζήλο υπερανθρώπινο. Μερικοί πάλι ορίζουν την απάθεια ως ανάστασι τής ψυχής πριν από την ανάστασι τού σώματος. Και άλλοι ως τελεία επίγνωσι τού Θεού, Δευτέρα κατά σειράν, μετά την επίγνωσι πού έχουν οί Άγγελοι.

3. Αυτή λοιπόν η απάθεια, «η τελεία τών τελείων ατέλεστος τελειότης»1, καθώς μού εξήγησε κάποιος πού την είχε δοκιμάσει, τόσο πολύ αγιάζει τον νού και τον αρπάζει από τα υλικά, ώστε το περισσότερο μέρος τής επιγείου ζωής του, μετά την  άφιξι βεβαίως στο ουράνιο λιμάνι τής ησυχίας, το ζη κανείς σαν να ευρίσκεται στον ουρανό, και ανυψώνεται εκστατικός σε ουράνιες θεωρίες, πράγμα για το οποίο ομιλεί κάπου επιτυχώς και ο Ψαλμωδός πού το είχε γευθή: «Ότι τού Θεού οί κραταιοί, τής γης σφόδρα επήρθησαν» (Ψαλμ. μς΄ 10). Ως τέτοιον γνωρίζομεν και τον Αιγύπτιο εκείνον (ασκητή), ο οποίος δεν άφινε επί πολύ τα χέρια του απλωμένα στην προσευχή όταν προσευχόταν μαζί με άλλους.2

4. Υπάρχει ο απαθής, αλλά υπάρχει και ο απαθέστερος από τον απαθή. Ο πρώτος αποστρέφεται με υπερβολικό μίσος το κακό, ενώ ο δεύτερος είναι άπληστος στον πλούτο τών αρετών.

Και η αγνεία απάθεια ονομάζεται, και πολύ φυσικά, διότι είναι ο πρόλογος τής κοινής αναστάσεως και τής αφθαρτοποιήσεως τών φθαρτών.

5. Απάθεια εφανέρωσε εκείνος πού είπε «νούν Κυρίου κέκτημαι» (πρβλ. Α΄ Κορ. β΄ 16). Απάθεια εφανέρωσε ο Αιγύπτιος πού είπε ότι δεν φοβείται τον Κύριον 3. Απάθεια εφανέρωσε εκείνος πού προσευχήθηκε να επιστρέψουν πάλι τα πάθη 4. Ποιός αξιώθηκε πριν από την λαμπρότητα τού μέλλοντος αιώνος να έχη τόση απάθεια, όση εκείνος ο Σύρος 5; Διότι ενώ ο περίφημος μεταξύ τών προφητών Δαβίδ έλεγε στον Κύριον «σταμάτησε την θλίψι μου, για να ανακουφισθώ» (ψαλμ. λη΄ 14), ο Σύρος αυτός αθλητής τού Θεού έλεγε «σταμάτησε τα κύματα τής Χάτιτός Σου»!

6. Απάθεια έχει η ψυχή πού εταυτίσθηκε τόσο με τις αρετές, όσο οί εμπαθείς με τις ηδονές.

7. Εάν το όριο τής γαστριμαργίας είναι, να πιέζη κανείς τον εαυτό του να φάγη και χωρίς να έχη όρεξι, τότε το όριο τής εγκρατείας είναι, και όταν πεινά, να συγκρατή την φύσι του, παρ’όλον ότι δεν είναι ένοχη για κάτι.

8. Εάν το όριο τής λαγνείας* είναι η μανιώδης διέγερσις και προς τα άλογα ζώα και τα άψυχα αντικείμενα, τότε το όριο τής αγνείας είναι να τα αισθάνεται κανείς όλα και να τα αντιμετωπίζη σαν άψυχα.

9. Εάν το τέρμα τής φιλαργυρίας είναι να μη παύη κανείς και να μη χορταίνη ποτέ συναθροίζοντας χρήματα, τότε και το τέρμα τής ακτημοσύνης είναι να μη λυπάται ούτε το σώμα του ακόμη.

10.  Εάν το τέρμα τής ακηδίας είναι να μην έχη κανείς υπομονή ενώ ζη σε πλήρη άνεσι, τότε το τέρμα τής υπομονής είναι να ζη σε θλίψι και να θεωρή ότι έχει άνεσι.

11. Εάν το πέλαγος τής οργής είναι να αποθηριώνεται κανείς και όταν είναι μόνος του, τότε το πέλαγος τής μακροθυμίας είναι να είναι όμοια γαλήνιος και στην  απουσία και στην παρουσία τού υβριστού.

12. Εάν το ύψος τής κενοδοξίας είναι να δείχνη κανείς επιτηδευμένη επιδεικτική συμπεριφορά και όταν είναι μόνος του, τότε οπωςδήποτε το γνώρισμα τής ακενοδοξίας είναι να μη κλέπτεται καθόλου ο λογισμός στην παρουσία αυτών πού επαινούν.

13. Εάν το γνώρισμα τής απωλείας, δηλαδή τής υπερηφανείας, είναι να αισθάνεται κανείς έπαρσι και όταν έχη ταπεινή εξωτερική εμφάνισι, τότε η απόδειξις τής σωτηρίου ταπεινώσεως είναι να έχη ταπεινό φρόνημα και στα υψηλά επιτευγματα και κατορθώματα.

14. Εάν η απόδειξις τής τελείας εμπαθείας είναι να υποχωρή κανείς πάραυτα σχεδόν στο κάθε τι πού ενσπείρουν οί δαίμονες, τότε εγώ θεωρώ σαν γνώρισμα τής αγίας απαθείας το να μπορή κανείς να λέγη καθαρά: «Εκκλίνοντος απ’εμού τού πονηρού ουκ εγίνωσκον» (ψαλμ. ρ΄ 4), ούτε πως ήλθε ούτε γιατί απήλθε, αντίθετα νοιώθω πλήρη αναισθησία προς όλα αυτά, είμαι όλος ενωμένος με τον Θεόν, και πάντοτε θα είμαι.

15. Όποιος αξιώθηκε αυτήν την κατάστασι, ενώ ευρίσκεται ακόμη στην σάρκα του, έχει ως ένοικό του τον Θεόν, ο οποίος τον κυβερνά σε όλα τα λόγια και τα έργα και τις σκέψεις. Έτσι ακούει μέσα του σαν κάποια φωνή το θέλημα τού Κυρίου πού το αντιλαμβάνεται με έναν εσωτερικό φωτισμο, και γίνεται ανώτερος από κάθε ανθρώπινη διδασκαλία. Λέγει δε «πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω τού Θεού»; (ψαλμ. μα΄3). Διότι δεν αντέχω περισσότερο την ενέργεια τού πόθου μου αυτού, αλλά επιζητώ το αθάνατο κάλλος πού μού είχες δώσει προτού ενδυθώ το πήλινο αυτό σώμα (όπως κατήντησε μετά την παράβασι). Αλλά τι χρειάζεται να λέγωμε πολλά; Ο απαθής «ζη μεν ουκέτι αυτός, ζη δε εν αυτώ Χριστός» (Γαλ. β΄ 20), καθώς λέγει εκείνος πού αγωνίσθηκε τον καλό αγώνα και ετελείωσε τον δρόμο και ετήρησε την πίστι, (δηλαδή ο Απόστολος Παύλος).

16. Το στέμμα τού βασιλέως δεν αποτελείται από έναν μόνο πολύτιμο λίθο. Ούτε η απάθεια είναι τελεία, εάν έστω και μία οποιαδήποτε αρετή αμελήσωμε.

Ως απάθεια να εννοήσης το ουράνιο ανάκτορο τού επουρανίου Βασιλέως. Ως «πολλάς μονάς» (Ιωαν. ιδ΄ 2) τις κατοικίες πού ευρίσκονται μέσα στην πόλι. Και ως τείχος τής επουρανίου αυτής Ιερουσαλήμ την άφεσι τών πταισμάτων.

17. Ας τρέξωμε, αδελφοί, ας τρέξωμε, για να κατορθώσωμε να εισέλθωμε στον νυμφώνα τού ανακτόρου. Εάν δε είτε από κάποιο φορτίο είτε από κάποια πρόληψι* είτε από κάποια αργοπορία καθυστερήσαμε – ώ συμφορά μας! – τουλάχιστον ας προφθάσωμε κάποια κατοικία γύρω από τον νυμφώνα. Εάν δε ακόμη έχουν καμφθή και αποκάμει τα πόδια μας, ας φθάσωμε με κάθε τρόπο έστω μέσα από το τείχος. Διότι εκείνος πού δεν θα εισέλθη στο τείχος ή μάλλον δεν θα το υπερπηδήση προ τού θανάτου του, θα παραμείνη έξω, στην ερημική περιοχή (των δαιμόνων και των παθών).

Γι’αυτό και κάποιος έλεγε στην προσευχή του «εν τω Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος» (ψαλμ. ιζ΄ 30). Και κάποιος άλλος, εξ ονόματος τού Θεού, έλεγε: «Ουχί αί αμαρτίαι υμών εισίν αί διαχωρίζουσαι αναμέσον υμών και εμού»; (Ης. νθ΄ 2).

18. Ας γκρεμίσωμε, αγαπητοί μου, το «μεσότοιχον τού φραγμού» (Εφες. β΄ 14), το οποίο κακώς οικοδομήσαμε με την παρακοή μας. Ας λάβωμε από εδώ την εξόφλησι τού χρέους, διότι στον άδη δεν υπάρχη κανείς πού να μπορή να μας απαλλάξη από τα αμαρτήματα.

19. Ας «σχολάσωμε», (ας αφήσωμε τα άλλα και ας αφιερώσωμε χρόνο), από τώρα και στο εξής (για την απόκτησι τής απαθείας). Άλλωστε έχομε χαρακτηρισθή «σχολασταί»6. Δεν μπορεί κανείς να αμελή και να προφασίζεται είτε πτώσεις του είτε περιστάσεις είτε φορτία, διότι «όσοι έλαβον τον Κύριον – διά λουτρού παλιγγενεσίας – έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιωάν. α΄ 12), και τούς είπε: «Να σχολάσετε, να ηρεμήσετε και να γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Θεός και ότι εγώ είμαι η Απάθεια» (πρβλ. Ψαλμ. με΄ 11). Εις αυτόν τον Θεόν ανήκει η δόξα εις τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν.


    Ανυψώνει από την γη στον ουρανό τον πένητα νού, και ανεγείρει από την κοπρία τών παθών τον πτωχό άνθρωπο η μακαρία απάθεια. Ενώ η πανύμνητη αγάπη τον αξιώνει να καθήση μαζί με τούς άρχοντας Αγγέλλους, με τούς άρχοντας τού λαού τού Κυρίου.


(1)    Θαυμασία όσο και παράδοξη διατύποσις!  Σχετικώς διαβάζομε στο έργο περί ησυχαστικής ζωής τών Καλλίστου και Ιγνατίου τών Ξανθοπούλων: «Και ο άγιος Εφραίμ ως εξής ομιλεί περί απαθείας και τελειότητος: Οί απαθείς προχωρώντας ασταμάτητα και αχόρταγα προς το ύψιστο ποθούμενο, καθιστούν την τελειότητα χωρίς τέλος....Είναι τελεία η τελειότης, όσον αφορά τα μέτρα και τις δυνάμεις τού ανθρώπου. Και είναι χωρείς τέλος, διότι ξεπερνά τον εαυτό της με την  καθημερινή πρόοδο και διότι υψώνεται συνεχώς με τις προς τον Θεόν αναβάσεις» (Φιλοκαλία, Δ΄,σελ.281).

(2)    Εννοεί τον αββά Τιθόη, για τον οποίον το «Γεροντικόν» γράφει: Ει μη ταχέως κατέφερε τας χείρας αυτού, ότε ίστατο εις προσευχήν, ηρπάζετο ο νούς αυτού άνω» - Η αρπαγή τού νοός στην προσευχή υποδηλοί ύψιστο σημείο πνευματικής προόδου – («Γεροντικόν», εκδ. Π.Πάσχου, σελ. 122).

(3)    Δηλαδή ο Μέγας Αντώνιος. «Είπεν ο αββάς Αντώνιος – γράφει το «Γεροντικόν», σελ. 4 – εγώ ουκέτι φοβούμαι τον Θεόν, αλλ’αγαπώ αυτόν, η γαρ αγάπη έξω βάλλει τον φόβον».

(4)    Εννοεί τον αββά Ιωάννη τον Κολοβό. Σχετικώς βλέπε «Γεροντικόν», σελ. 45-46.

(5)    Πρόκειται για τον όσιο Εφραίμ τον Σύρο. Περί αυτού ομιλεί ο νηπτικός πατήρ Πέτρος ο Δαμασκηνός: «Ο άγιος Εφραίμ, μετά το νικήσαι πάντα τα τε ψυχικά και σωματικά πάθη, χάριτι Χριστού, ίνα μη αργός εκ των  πολέμων τού εχθρού ευρεθή και τούτου χάριν κατακριθή, ως εδόκει, εξ αφάτου ταπεινώσεως εζήτει την χάριν τής απαθείας αρθήναι απ’αυτού περί ου Ιωάννης ο τής Κλίμακος εκπλαγείς έγραψεν, ότι εισί τινες απαθ΄πων απαθέστεροι, ως ο Σύρος εκείνος φησι, και τα εξής» (Περί τών επτά σωματικών πράξεων..., Φιλοκαλία, γ΄ σελ. 66).

(6)    Πιθανόν να υπαινίσσεται το περιστατικό της Εξόδου, όπου ο Φραώ αντιτίθεται στούς Ισραηλίτες, πού ζητούν να αποσυρθούν στην έρημο για την εκτέλεσι θρησκευτικών τους καθηκόντων, αποκαλώντας τους αργόσχολους: «Σχολάζετε, σχολασταί εστε διά τούτο λέγετε πορευθώμεν, θύσωμεν τω Θεώ ημών» (ε΄ 17). Η εν λόγω «σχολή» είναι επαινετή. Όπως το τονίζει και ο Μ. Βασίλειος, «αύτη η σχολή αγαθή τω σχολάζοντι και ωφέλιμος, ησυχίαν εμποιούσα προς την τών σωτηρίων διδαγμάτων ανάληψιν» (ομιλία εις τον ΜΕ΄ Ψαλμόν)


* Λαγνεία, σαρκική ακολασία

* Πρόληψι, κακές συνήθειες και αναμνήσεις πού οφείλονται σε αμαρτωλό παρελθόν.

Πηγή:  «ΚΛΙΜΑΞ» Τού Αγίου Ιωάννου τού Σιναϊτου – Εκδοσεις: Ιερα Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.